Μια νέα συγγραφική απόπειρα από “Τα μικρά μολύβια”
(Το βιβλίο “Ο ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ” μπορείτε να το βρείτε στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις “ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ”)
Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο πραγματικός θησαυρός»
Η αποκάλυψη
Έχουν περάσει είκοσι χρόνια από τότε. Κανείς δεν το θυμάται. Μόνο εκείνα τα παιδιά που… τώρα πια έχουν μεγαλώσει.
Είναι βράδυ Σαββάτου… Το φεγγάρι έχει απλωθεί στον ουρανό! Τέσσερις οικογένειες τρέχουν στο δρόμο βιαστικές, με προορισμό ένα σπίτι. Φαίνονται τόσο διαφορετικές κι όμως… έχουν πολλά κοινά μεταξύ τους, που κανείς δεν μπορεί να τα διακρίνει… εξωτερικά!
Φτάνουν σ’ ένα δρόμο και χτυπούν το κουδούνι στο ίδιο σπίτι… στο σπίτι της Έφης… Είχαν συμφωνήσει πως μετά από εκείνο το συμβάν θα ξανασυναντιόνταν στο σπίτι ενός μαζί με τις …οικογένειές τους για να θυμηθούν τα παλιά και να ανακοινώσουν στα παιδιά τους τι έγινε τότε.
Όταν βρέθηκαν μαζί και οι πέντε οικογένειες οι συζητήσεις δεν άργησαν
να ξεκινήσουν… Η Έφη φώναξε τα παιδιά, που με κάποια δυσαρέσκεια αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το παιχνίδι τους. Στη συνέχεια οι γονείς πήραν το λόγο.
Κάτι ήθελαν να τους αποκαλύψουν… Κάτι που το ήξεραν μόνο αυτοί.
«Θα θέλαμε να σας πούμε κάτι πολύ σημαντικό. Να σας αποκαλύψουμε κάτι που βρισκόταν τόσα χρόνια θαμμένο μέσα μας… Το κρυφό μας μυστικό…»
Τα παιδιά σταμάτησαν να κουβεντιάζουν και γεμάτα αγωνία περίμεναν να ακούσουν αυτό που είχαν να τους διηγηθούν οι γονείς τους. Ποιο λοιπόν ήταν αυτό μυστικό;
«Πριν από τρεις δεκαετίες περίπου γύρω στο 1975 στην Αθήνα ένα καινούργιο Γυμνάσιο ξεκίνησε να χτίζεται. Όταν ολοκληρώθηκε το χτίσιμό του, ένα χρόνο μετά, μπήκε σε λειτουργία. Για το… καλό του σχολείου, ο τότε Διευθυντής του, αποφάσισε να διοργανώσει κάτι πρωτόγνωρο για ένα σχολείο εκείνης της εποχής. Αποφάσισε να διοργανώσει ένα κυνήγι κρυμμένου θησαυρού !!! Όλοι οι μαθητές ενθουσιάστηκαν με την ιδέα αυτή. Τα περισσότερα παιδιά πήραν μέρος. Για να υπάρχει περισσότερο ενδιαφέρον, όμως, το κάθε παιδί έπρεπε να ψάξει το θησαυρό μόνο του.
Όταν δόθηκε η εκκίνηση τα παιδιά σκορπίστηκαν σε όλο το σχολείο. Ένα παιδί της πρώτης Γυμνασίου ξεκίνησε αργοπορημένο. Γι’ αυτό πήγε να ψάξει στο κοντινότερο μέρος που μπορούσε. Μπροστά του φάνηκε η πόρτα της υπόγειας βιβλιοθήκης. Δεν είχε μπει ποτέ εκεί διότι ήταν αρκετά τεμπέλης μαθητής και προτιμούσε να παίζει με τους φίλους του, παρά να σπαταλάει την ώρα του διαβάζοντας βιβλία. Μπήκε μέσα λίγο φοβισμένος βέβαια αλλά ήθελε πολύ να βρει το θησαυρό. Έτσι άρχισε το ψάξιμο στα ράφια της βιβλιοθήκης. Επειδή ήταν σκοτεινά άναψε το φακό του.
Ξαφνικά, είδε ένα βιβλίο με τίτλο «Ο θησαυρός του δάσους» που του τράβηξε την προσοχή. Το πήρε στα χέρια του με περιέργεια. Μπροστά στα μάτια του είδε το χώρο της βιβλιοθήκης να μεταμορφώνεται σε ένα δάσος….
Από τότε δεν τον ξαναείδε κανείς! Το μόνο που βρήκαν από το αγόρι ήταν ο φακός του. Αυτό έκανε την υπόθεση ακόμα πιο περίπλοκη. Ο Διευθυντής μετά από αυτό το συμβάν χώρισε την βιβλιοθήκη σε δύο τμήματα. Το ένα από αυτά ήταν απαγορευμένο για τους μαθητές.
Χρόνια πέρασαν μέχρι να ξεχαστεί η εξαφάνιση του παιδιού αυτού.
Το σχολείο ξαναχτίστηκε καθώς οι ρωγμές από τους πρόσφατους σεισμούς ήταν ένα πρόβλημα. Τώρα στέγαζε μαθητές του Γυμνασίου αλλά και του Δημοτικού. ήταν ένα διώροφο πέτρινο κτίριο, μαζί με το ισόγειο. Το κτήριο αυτό είχε και υπόγειο. Στο ισόγειό του υπήρχαν εφτά αίθουσες απ’ τις οποίες οι έξι χρησιμοποιούνταν από τις τάξεις του δημοτικού και η έβδομη από τους καθηγητές και τον διευθυντή.
Ο δεύτερος όροφος στέγαζε το Γυμνάσιο και το γραφείο του γυμνασιάρχη.
Στο υπόγειο όμως, βρισκόταν στη θέση της ακόμη η βιβλιοθήκη. Ήταν εντολή του διευθυντή να μην κατεδαφιστεί.
Η μόνη διαφορά τώρα είναι πως τα πρωινά, την ώρα που το σχολείο ήταν ανοιχτό υπήρχε ένας φύλακας στο απαγορευμένο μέρος της καθώς πολλοί περίεργοι κατά καιρούς ήθελαν να μπουν εκεί μέσα για να διαλευκάνουν το μυστήριο…
Το πρώτο τρίμηνο είχε φτάσει και όλα τα παιδιά πήραν τους βαθμούς τους. Με την αφορμή αυτή ο νέος διευθυντής αποφάσισε, μετά από σύσκεψη με τους καθηγητές και τους δασκάλους, να διοργανωθεί ένα παιγνίδι κρυμμένου θησαυρού. Όλα τα παιδιά θα έπρεπε να σχηματίσουν ομάδες των πέντε ατόμων προκειμένου να πάρουν μέρος στο παιχνίδι…
Πριν την έναρξη του διαγωνισμού ο διευθυντής έλεγξε τις ομάδες.
Παρατήρησε ότι από τη δική μας ομάδα, που αποτελούνταν από την Αφροδίτη, τη Μέλανι, τον Άγγελο και την Έφη έλειπε ένα άτομο. Είδε ότι ένα παιδί, ο Πάρης, καθόταν μόνο του και αποφάσισε να τον εντάξει στην ομάδα μας…
Ο Πάρης δεν ήταν ιδιαίτερα καλός μαθητής κι αυτό γιατί είχε ένα παιδικό τραύμα, το διαζύγιο των γονιών του. Με την μητέρα του συνέχεια μάλωνε και κάθε βράδυ έκλαιγε στο κρεβάτι του. Η μητέρα του, βέβαια, προσπαθούσε να μην του χαλάσει χατίρι. Όταν, όμως, οι γονείς του χώρισαν εκείνος ήταν αρκετά μικρός. Η αλήθεια είναι ότι είχε αδυναμία στον πατέρα του. Γι’ αυτό δεν είχε ακόμη καταφέρει να ξεπεράσει αυτό το γεγονός.
Ήταν δειλός, φοβητσιάρης και δεν ακολουθούσε ποτέ τους φίλους του στις… περιπέτειές τους. Ποτέ δε ρίσκαρε τίποτα. Όλα τα κρατούσε μέσα του και τα άφηνε να τον βασανίζουν. Συνήθως πήγαινε στο κολυμβητήριο για να αθλείται. Στο σχολείο, όμως, όταν έπαιζε με τα άλλα παιδιά έκανε πάντοτε λάθη γι’ αυτό κανείς δεν τον ήθελε στην ομάδα του. Ο Άγγελος έγινε γρήγορα ο καλύτερός του φίλος. Αν και δεν έκανε εύκολα φιλίες, μόλις γνωρίστηκαν με τον Άγγελο “δέθηκαν” αμέσως.
Ο Πάρης έγινε το πέμπτο μέλος της αχτύπητης παρέας μας.
-Καλώς ήρθατε στο καινούργιο μας σχολείο, είπε δυνατά και σίγουρα ο
διευθυντής του σχολείου. Σας παρακαλώ κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού αυτού να μη επισκεφτείτε τους χώρους υγιεινής του σχολείου και το απαγορευμένο τμήμα της βιβλιοθήκης. Ας διασκεδάσετε λοιπόν! Κι μην ξεχνάτε ότι ψάχνετε το όνομα μαζί με το σήμα του σχολείου μας! Πάρτε τις θέσεις της εκκίνησης ανά ομάδες και
1…2…3… ΞΕΚΙΝΗΣΤΕ !!!!
Το παιχνίδι είχε ήδη ξεκινήσει. Τα πέντε παιδιά περιπλανιούνταν στους πολύπλοκους διαδρόμους του σχολείου οδηγούμενα από την περιέργειά τους. Κάθε παιδί ήξερε ότι το ενδιαφέρον του για τη μυστική βιβλιοθήκη ήταν μεγαλύτερο από αυτό για το κυνήγι του κρυμμένου θησαυρού. Αφού προχωρούσαν αρκετή ώρα βρέθηκαν μπροστά σε ένα πολύ παράξενο και σκοτεινό διάδρομο που οδηγούσε προς τα αριστερά τους. Χωρίς πολλή σκέψη αλλά με μεγάλη αγωνία μπήκαν μέσα στον περίεργο αυτό διάδρομο. Δυστυχώς όμως το θέαμα που αντίκρισαν δεν δικαίωσε την επιλογή τους.
Ένας εύσωμος και πολύ ψηλός άντρας με μαύρα μαλλιά και πολύ γυμνασμένους μύες στεκόταν μπροστά τους. Φορούσε ένα μαύρο αμάνικο μπλουζάκι κι έτσι φαινόταν το τατουάζ αετού που είχε στο δεξί του μπράτσο. Αυτό σε συνδυασμό με τα λιγοστά γένια του προκαλούσε πολύ τρόμο στα παιδιά, ιδιαίτερα στην Αφροδίτη που από τις παλιές της εμπειρίες με … παράξενες παρέες αναγκαζόταν χωρίς ποτέ να το θέλει πραγματικά η ίδια να γνωρίζει τέτοιους ανθρώπους. Από το πολύ μικρό καρτελάκι που κρεμόταν από το μπλουζάκι του η Μέλανι κατάφερε να διακρίνει το όνομά του καθώς και την επωνυμία της εταιρίας για την οποία εργαζόταν.
Το καρτελάκι έγραφε: «Βρασίδας Γαυράκος – Ιδιωτικός φύλακας της επώνυμης εταιρείας “Αόρατος Κίνδυνος”». Ευτυχώς ο φύλακας ούτε άκουσε, ούτε είδε τίποτα καθώς ήταν απασχολημένος με την ανάγνωση μιας… αθλητικής εφημερίδας.
Ο Πάρης και η Αφροδίτη έκαναν μια κίνηση προς τα πίσω, αλλά παρατηρώντας το αρκετά επιβλητικό βλέμμα της Έφης, το μετάνιωσαν αμέσως. Χωρίς να μιλήσει κανείς τους συνεννοήθηκαν…
Τα παιδιά δίχως να χάσουν χρόνο άρχισαν να σκέφτονται τρόπους ώστε να αποσπάσουν την προσοχή του φύλακα.
Ξαφνικά ήρθε μια πολύ καλή ιδέα στο μυαλό της Έφης. Με την λεπτή της φωνή είπε:
– Πίκο, μικρούλη μου, έλα εδώ κοντά μου να σου πω κάτι…
– Ο Πίκο, το πανέξυπνο παπαγαλάκι, που ποτέ δεν αποχωριζόταν η Έφη, πέταξε κοντά της και κάθισε στον ώμο της. Εκείνη του ψιθύρισε κάτι στο αυτί και ο Πίκο όρμησε προς το μέρος του Βρασίδα χτυπώντας τον με δύναμη στο μέτωπο. Αυτός ζαλίστηκε και έπεσε αναίσθητος στο πάτωμα. Τα παιδιά έτρεξαν γρήγορα προς το εσωτερικό της βιβλιοθήκης πριν συνέλθει ο φύλακας.
ΟΙ ΜΑΣΚΕΣ
Συνέχισαν να κινούνται σ’ ένα υγρό και σκοτεινό διάδρομο. Γύρω τους τα ράφια της βιβλιοθήκης ήταν άδεια και παντού μπορούσε να διακρίνει κανείς την εικόνα της εγκατάλειψης. Μα γιατί όμως αυτό το μέρος ήταν απαγορευμένο; Ποιο μυστικό έκρυβε άραγε;
Η Έφη παρατήρησε πως σ’ ένα ράφι στο τέλος του διαδρόμου υπήρχε ένα και μοναδικό βιβλίο: «Ο θησαυρός του…». Έμοιαζε παλιό, ο τίτλος του ήταν μισοσβησμένος, όμως δεν ήταν σκονισμένο, πράγμα αρκετά παράξενο μια και τα πάντα γύρω του έμοιαζαν πνιγμένα στη σκόνη. Φαινόταν πως κάποιος το είχε τοποθετήσει εκεί πρόσφατα…
Η Μέλανι πλησίασε και αφού περιεργάστηκε το βιβλίο, το άνοιξε… Ένα φως πλημμύρισε το διάδρομο και τα παιδιά μεταφέρθηκαν σε ένα μαγικό δάσος…
Μπροστά τους αντίκρισαν πέντε δέντρα με κλειστές πορτούλες. Τότε η Έφη παρατήρησε άλλο ένα δέντρο με ανοιχτή πόρτα. Όλοι παραξενεύτηκαν πολύ.
Αμέσως η Μέλανι ξεφύλλισε το βιβλίο που είχαν πάρει από τη βιβλιοθήκη και στην τελευταία σελίδα του, βρήκε ένα μικρό, χρυσό κλειδί. Υπήρχε πάνω του χαραγμένη μια πόρτα. Ο Άγγελος παρατήρησε ότι η πόρτα που ήταν χαραγμένη στο κλειδί είχε το ίδιο σχήμα με τις πορτούλες των δέντρων. Η Αφροδίτη σαν η πιο λογική που ήταν σκέφτηκε ότι το κλειδί αυτό άνοιγε τις πόρτες.
«Άραγε πώς θα ανοίξουν αυτές οι πόρτες; Κι αν ανοίξουν τι θα αντικρίσουμε μπροστά μας;» όλα αυτά τα ερωτήματα και πολλά ακόμη υπήρχαν στο μυαλό της Έφης που προσπαθούσε συνεχώς να βρίσκει λογικές απαντήσεις χωρίς να φανερώνει σε κανέναν τους προβληματισμούς της.
Ο Πάρης έδειχνε φοβισμένος και ανησυχούσε για το τι θα συμβεί, όπως άλλωστε και όλοι οι άλλοι. Ο Άγγελος όμως τον καθησύχασε. Η Μέλανι χωρίς να χάσει χρόνο άρχισε να ανοίγει μια-μια τις πόρτες.
Ξαφνικά ένα φως φάνηκε μέσα σε κάθε πόρτα και εμφανίστηκαν να αιωρούνται πέντε μάσκες, μια σε κάθε δέντρο. Όλοι πλησίασαν με δισταγμό τα δέντρα και διάβασαν ένα μήνυμα που ήταν γραμμένο στο πρώτο δέντρο και συνεχιζόταν και στα υπόλοιπα τέσσερα:
Αυτές οι μάσκες….
μπορούν……………..
να σε βοηθήσουν…
αλλά και να…………..
σε καταστρέψουν…
Τα παιδιά έμειναν εκστατικά μπροστά στο θέαμα που αντίκριζαν. Ξαφνικά, ένα παιχνίδι κρυμμένου θησαυρού είχε γίνει γι’ αυτά μια απροσδόκητη περιπέτεια. Τι τους περίμενε άραγε;
Μετά από λίγα λεπτά σκέψης η Έφη έκανε το πρώτο βήμα… φόρεσε τη μάσκα! Άρχισε να νιώθει περίεργα. Πίστευε πως φορώντας τη μάσκα γέμιζε μέσα της από κάποια μαγική δύναμη. Αισθανόταν πως μπορούσε να κάνει τα πάντα, να αντιμετωπίσει κάθε κίνδυνο. Οι υπόλοιποι την ακολούθησαν εκτός από τον Πάρη που την πήρε μαζί του.
-Εγώ, παιδιά, φοβάμαι, είπε ο Πάρης. Πιστεύω ότι δεν κάνατε καλά που φορέσατε τις παράξενες αυτές μάσκες. Είδατε τι έγραφε το μήνυμα; Οι μάσκες αυτές μπορούν να μας καταστρέψουν…
Κανείς δεν του απάντησε κι έτσι όλοι συνέχισαν να προχωρούν. Προς τα πού, ούτε κι αυτοί δεν γνώριζαν!
Πόση ώρα είχε περάσει; Το ρολόι της Έφης είχε σταματήσει. Ο χρόνος έμοιαζε να μην κυλά σ’ αυτό το μαγεμένο δάσος. Η Αφροδίτη προσπάθησε να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα κάνοντας ένα αστείο:
-Φανταστείτε σ’ αυτό το δάσος ο χρόνος να σταματά για πάντα.. .χα, χα… και να μείνουμε για όλη μας τη ζωή 12 χρονών.
Αλλά σιγά-σιγά όλοι άρχισαν να παίρνουν το αστείο στα σοβαρά, ακόμη και η ίδια η Αφροδίτη. Αυτό το πρόβλημα δε θέλησαν να το συζητήσουν. Το προσπέρασαν και συνέχισαν το ταξίδι τους.
Καθώς προχωρούσαν είδαν μπροστά τους ένα μικρό σπιτάκι. Η πόρτα του ήταν ανοιχτή όμως η μόνη πρόσβαση προς αυτό ήταν ένα ανηφορικό πέρασμα πάνω στον κορμό ενός γέρικου δέντρου. Αποφάσισαν να σκαρφαλώσουν μέχρι εκεί και να εξερευνήσουν ό,τι υπήρχε μέσα. Ο Πάρης, φοβισμένος, έμεινε πίσω. Ξαφνικά σκόνταψε πάνω σε ένα κλειδί ολόιδιο μ’ αυτό που είχαν βρει στο τέλος του βιβλίου.
-Κοιτάξτε τι βρήκα, παιδιά! Δεν είναι πολύ παράξενο; έκανε να μιλήσει στα παιδιά όμως αυτά είχαν ήδη μπει μέσα σ’ εκείνο το δωμάτιο. Ένας κρότος ακούστηκε και η πόρτα του σπιτιού έκλεισε πίσω τους.
-Παιδιά που είστε; Ξέρετε ότι φοβάμαι να μένω μόνος μου…
Τα παιδιά που είχαν κλειστεί στο σκοτεινό δωμάτιο, πίσω από την πόρτα που είχαν ανοίξει άκουσαν τον Πάρη κι αμέσως φώναξαν για βοήθεια.
Ο Πάρης πανικοβλήθηκε. Διάφορες σκέψεις πέρασαν απ’ το μυαλό του. Αποφάσισε να φορέσει τη μάσκα του. Τα πρώτα λεπτά δεν ήταν πολύ διαφορετικά, αλλά αργότερα η μάσκα άρχισε τη «δράση» της. Ο Πάρης δεν καταλάβαινε πολλά από αυτά που έκανε και οι φόβοι του είχαν αρχίσει να εξαφανίζονται. Κι έτσι, χωρίς φόβους πια, προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα και να ελευθερώσει τους φίλους του.
-Πάρη, τι κάνεις τόση ώρα; Άνοιξε μας την πόρτα!
Η επιθυμία του να ελευθερώσει τους φίλους του ήταν τόσο μεγάλη που ξεπέρασε ακόμη και τους φόβους του. Πήρε το κλειδί με την ελπίδα ότι η πόρτα μπορεί να άνοιγε με αυτό.
-Έλα, Πάρη, μπορείς! Μη φοβάσαι!
Και με όσο θάρρος του έδινε η μάσκα έβαλε το κλειδί στην κλειδαρότρυπα.
-Ναι! Μπράβο Πάρη! Η πόρτα άνοιξε! Μας έσωσες!
-Μα τι βλέπω Πάρη; Έβαλες τη μάσκα σου!, παρατήρησε ο Άγγελος.
-Ναι, τη φόρεσα! Το έκανα για σας και…. Κοίταξε την Αφροδίτη και αυτή του χαμογέλασε κατακόκκινη.
Μετά από λίγα λεπτά όλοι μαζί συνέχισαν το ταξίδι τους. Καθώς προχωρούσαν η Μέλανι ρώτησε γεμάτη περιέργεια:
-Αλήθεια, πως μας άνοιξες;
-Βρήκα αυτό το κλειδί. Να, κοιτάξτε το! είναι ίδιο μ’ αυτό που κρατά η Έφη.
-Ναι, πραγματικά, το κλειδί είναι ίδιο με αυτό που κρατώ, είπε η Έφη. Αλήθεια πού του βρήκες;
Ο Πάρης τους εξήγησε και καθώς περιεργάζονταν τα δύο κλειδιά κάτι παράξενο συνέβη. Με το που έφεραν τα δυο κλειδιά δίπλα-δίπλα για να τα συγκρίνουν, φάνηκε ξαφνικά και για πολύ λίγο η εικόνα ενός αγοριού περίπου στην ηλικία τους. Κι αμέσως τα παιδιά άρχισαν να συνδέουν όλα τα παράξενα που είχαν συναντήσει απ’ την αρχή του ταξιδιού τους στο δάσος:
Ένα δέντρο δίπλα από τα δικά τους με ανοιχτή πόρτα και χωρίς μάσκα, στοιχείο ότι κάποιος πριν από αυτούς είχε ανοίξει την πόρτα κι είχε πάρει τη μάσκα, το κλειδί που βρήκε ο Πάρης ίδιο με το δικό τους και το πιο σημαντικό, η εικόνα του αγοριού, άγνωστου προς εκείνους.
-Φοβάμαι, μήπως μείνουμε για πάντα φυλακισμένοι εδώ, σ’ αυτό το παράξενο δάσος, είπε η Μέλανι. Φοβάμαι πως δεν θα ξαναδούμε ποτέ τους δικούς μας, τους φίλους μας, το σχολείο μας…
Με τη φράση αυτή μία εικόνα θλίψης κι ένα πικρό χαμόγελο χωρίς ελπίδες για το μέλλον σχηματίστηκε στα πρόσωπα όλων των παιδιών. Πόσο νοσταλγούσαν το σχολείο, την οικογένεια τους, όλους… Η Έφη, όμως, συνέχισε, σπάζοντας τη σιωπή που είχε δημιουργηθεί.
-Θυμάστε, λοιπόν, ότι είχαμε συμφωνήσει να μην υπάρχει μεταξύ μας τίποτα κρυφό. Όλα θα τα μοιραζόμαστε…
-Πες μας, λοιπόν, μη μας κρατάς άλλο σε αγωνία, ακούστηκε επιβλητική η φωνή της Αφροδίτης.
-Στο δωμάτιο που είχαμε κλειστεί, πριν… δεν ξέρω πόση ώρα… , λίγο πιο μακριά από την ξύλινη πόρτα αισθάνθηκα κάτι να πατάω. Έσκυψα για να δω τι πραγματικά ήταν. Και βρήκα αυτό…
Όλα τα παιδιά κοίταξαν το μικρό, τετράγωνο καρτελάκι, τη μικρή εκείνη κονκάρδα, που κρατούσε στα χέρια της η Έφη και διάβασαν την επιγραφή δυνατά.
“ΒΡΑΣΙΔΑΣ ΓΑΒΡΑΚΟΣ”
-Μα πώς μπορεί να συμβαίνει αυτό;
Όλοι είχαν την ίδια απορία. Κι όμως, ήταν σίγουροι πως είχαν αφήσει το φύλακα λιπόθυμο, πίσω στο σχολείο, έξω από την πόρτα της βιβλιοθήκης.
-Σκέφτεστε αυτό που σκέφτομαι…; είπε ο Άγγελος και συνέχισε. Εάν, ο Βρασίδας δεν έχει μείνει πίσω στο σχολείο και… ΜΑΣ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ;
Όλα τα παιδιά το είχαν σχεδόν πιστέψει. Η Μέλανι με δυσπιστία πρόσθεσε:
-Θα το καταλαβαίναμε σίγουρα.
-Κι αν τελικά, είναι «αόρατος»; Δηλαδή κρύβεται τόσο καλά που δεν τον έχουμε προσέξει ακόμη; Σκεφτείτε αυτό: Ήμασταν και οι πέντε τόσο απορροφημένοι με όλα αυτά που μας συνέβαιναν -και μάλλον θα συνεχίσουν να μας συμβαίνουν- που δε δίναμε σημασία σε τίποτε άλλο, είπε σοφά και σίγουρα η Αφροδίτη.
-Τότε, το πιθανότερο είναι ότι ο …Βρασίδας πρέπει να γνωρίζει πολύ καλά το δάσος. Όχι όπως εμείς που… έχουμε χαθεί!
-Κι ας υποθέσουμε ότι ο Βρασίδας είναι εδώ, στο δάσος, κοντά μας … που βρίσκεται και από ποιον κρύβεται; Ή μάλλον τι ακριβώς θέλει από εμάς; είπε ο Πάρης ξαφνιάζοντας τους φίλουςτου, αλλά και τον εαυτότου, που για πρώτη φορά εξέφρασε άφοβα τη γνώμη του.
-Περίεργο ο Πάρης δεν είχε ξαναεκφράσει ποτέ άφοβα τη γνώμη του, τι τον έκανε να αλλάξει; είπε χαμηλόφωνα η Αφροδίτη, χωρίς ευτυχώς να την ακούσει κανείς. Όμως, οι φωνές των παιδιών την επανέφεραν στην «πραγματικότητα».
-Ας αρχίσουμε το ψάξιμο, ίσως να βρούμε κι άλλο τέτοιο στοιχείο σαν αυτή την κονκάρδα, είπε ο Άγγελος.
Τώρα πια τα παιδιά δεν είχαν να λύσουν μονάχα το μυστήριο του άγνωστου αγοριού, αλλά και να ανακαλύψουν αν ο φύλακας βρισκόταν εκεί και πού;
Από τώρα αυτός ο «αόρατος» κίνδυνος θα πρέπει να αρχίσει να κρύβεται καλά, όπου κι αν βρίσκεται.
Τι άλλο άραγε περιμένει τα παιδιά;…
(Διαβάστε τη συνέχεια στο βιβλίο «Ο πραγματικός θησαυρός» από τα ΜΙΚΡΑ ΟΝΕΙΡΑ)