loader image

Το τελευταιο Βιβλίο

Αντί προλόγου…

Τίποτα δεν είναι εύκολο στη ζωή.

Για να πετύχεις τους στόχους σου πρέπει να κοπιάσεις πολύ.

Έτσι και η συγγραφή ενός βιβλίου δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση!

Εμείς ξεκινήσαμε αυτό το ταξίδι όχι τόσο για αυτό καθαυτό το βιβλίο όσο για να έρθουμε πιο κοντά μεταξύ μας. Μετά από επίπονες προσπάθειες και διαφωνίες με πυξίδα την αισιοδοξία και τη φιλία μας καταφέραμε να ξεπεράσουμε όλα τα εμπόδια και να δημιουργήσουμε το βιβλίο που κρατάτε τώρα στα χέρια σας. Δημιουργήσαμε κάτι που θα μείνει για πάντα, αποτυπώσαμε στιγμές όπως τις είδαν τα παιδικά μας μάτια.

Δεν γνωρίζουμε αν αυτό το βιβλίο είναι από τα καλύτερα, όμως για εμάς είναι κάτι ξεχωριστό μια και το κάναμε με την καρδιά μας. Κρύβει μέσα του ένα μέρος από τα όνειρά μας…

Ελάτε να ταξιδέψουμε μαζί σε έναν κόσμο μαγικό… στον κόσμο της φαντασίας…

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΒΙΒΛΙΟ

Μια φορά κι έναν καιρό…, έτσι ξεκινάνε τα περισσότερα παραμύθια εκτός απ’ το δικό μας… Γιατί το δικό μας δεν είναι παραμύθι του παρελθόντος αλλά… του μέλλοντος! Όλα αυτά που θα σας διηγηθούμε πιθανόν να συμβούν στο μέλλον.

Είναι μια μοναδική, μαγική ιστορία γεμάτη περιπέτεια, κυνηγητό στο τρελό χάος του χρόνου και μια φιλία ανάμεσα σε δυο νέα παιδιά που αναπτύσσεται σιγά σιγά, καθώς αυτά ταξιδεύουν από αιώνα σε αιώνα.

Βρισκόμαστε πολλά χρόνια μετά το 2000 μ.Χ. σε μια τσιμεντένια πολιτεία, την Αθήνα. Τα αυτοκίνητα έχουν πλέον μεταμορφωθεί σε ευρύχωρες μπάλες με τζάμια που πετάνε εδώ κι εκεί, αρκεί να τους δώσεις εντολή για το που θέλεις να σε πάνε και να πατήσεις ένα κουμπί. Αμέσως ο υπερσύγχρονος πλοηγός τους επεξεργάζεται τα στοιχεία και σε μεταφέρει ταχύτατα στον προορισμό σου!

[…] Αυτή λοιπόν η σκοτεινιασμένη γη, που τα μουντά σύννεφα της θλίψης έσκυβαν επάνω της νωχελικά κι ο ήλιος δεν την φώτιζε πια, η «τέλεια πόλη», ήταν ο κόσμος των «Αθέρων». Έτσι ονόμαζαν τον εαυτό τους όσοι καμάρωναν για την μεταμόρφωση αυτή του πλανήτη. Τα παιδιά τους, μεγάλωναν σε ένα κόσμο «αποστειρωμένο». Δεν άκουγες ποτέ σχεδόν τις φωνούλες των παιδιών, απ’ τους εφήβους δεν διέκρινες καμία απ’ τις ανησυχίες τους και έμοιαζαν να μην έχουν τίποτα να πουν μεταξύ τους.

Στις παρυφές των πόλεων ζούσαν οι «Κοινοί», άνθρωποι που αρνούνταν να ενσωματωθούν στον σύγχρονο κόσμο, τον κόσμο των Αθέρων. Ζούσαν πιο λιτά και διατηρούσαν μεταξύ τους σχέσεις πιο ανθρώπινες.

Το μόνο στοιχείο που έμοιαζε να ενώνει Κοινούς και Αθέρες ήταν ένα πειραματικό σχολείο που δεχόταν μαθητές και από τις δυο αυτές ομάδες. Σκοπός αυτού του σχολείου δεν ήταν μόνο η εκμάθηση αλλά και η συμβίωση ανάμεσα στους δυο… διαφορετικούς κόσμους! Έτσι διοργανώνονταν συχνά εκδρομές για να γνωρίζουν όχι μόνο τον δικό τους κόσμο αλλά και τον δικό μας που θεωρούνταν πια… αρχαίος!

Σε αυτό το σχολείο φοιτούν και οι δυο μικροί μας ήρωες : Ο Οδυσσέας και η Ήρα. Ας τους γνωρίσουμε…

Η Ήρα είναι ένα δωδεκάχρονο κορίτσι. Είναι ψηλή και αδύνατη έχει ξανθογάλανα σγουρά μαλλιά και ανοιχτά πράσινα μάτια. Τα χείλη της είναι κατακόκκινα σαν τριαντάφυλλο κι έχει οβάλ πρόσωπο.

Ζει σ’ ένα… τυπικό σπίτι Αθέρων. Είναι οχτώ φορές θωρακισμένο από ισχυρό μέταλλο. Το εσωτερικό του χαρακτηρίζεται από την πολυτέλεια και την υπερσύγχρονη οικιακή τεχνολογία.

[…] Η Ήρα είναι πολύ μορφωμένη, έξυπνη και αισιόδοξη. Όπως όλοι οι άνθρωποι έχουν μειονεκτήματα έτσι και η Ήρα. Η Ήρα είναι μοναχοπαίδι και αυτό την κάνει κακομαθημένη και εγωίστρια. Είναι επιλεκτική με τους φίλους της και με άλλα θέματα. Κάνει συνέχεια διακρίσεις και η ζωή της είναι γεμάτη πλήξη επειδή δεν έχει πολλούς φίλους.

[…] Η Ήρα φαντάζεται πως στις ελεύθερες ώρες που θα έχει θα ζωγραφίζει εικόνες από την καθημερινή της ζωή ακούγοντας μουσική από την εικονική, ηλεκτρονική υδρόγειο σφαίρα της. Όταν μεγαλώσει θέλει να φτιάξει το δικό της σπίτι με έναν πανέμορφο κήπο γεμάτο με πολύχρωμα ευωδιαστά λουλούδια.

Τα όνειρα της Ήρας για όταν μεγαλώσει είναι αυτά, αλλά αυτό που θα ήθελαν οι άλλοι και κυρίως ο Οδυσσέας, από την Ήρα είναι να σταματήσει πια να είναι εγωίστρια, και να σκέφτεται μόνο τον εαυτό της δημιουργώντας προβλήματα και στεναχώρια στους ανθρώπους γύρω της!!!

Ο Οδυσσέας ανήκει στην ομάδα των «Κοινών». Είναι ένα καλοκάγαθο αγόρι που σε εμφάνιση είναι το πιο όμορφο αγόρι της περιοχής του. Έχει ροδαλά μαγουλάκια και κάτι καφετιές φακίδες πάνω σ’ αυτά και κάτι κόκκινα χειλάκια που ήταν σχεδόν πάντοτε χαμογελαστά. Τα μαλλιά του είναι πυκνά, όχι πολύ κοντά κουρεμένα με ένα ανοιχτό καφέ χρώμα. Είναι ψηλός, αδύνατος και με γυμνασμένο, υπερβολικά, σώμα. Τα χέρια του είναι γεμάτα ρόζους και φοράει ένα δαχτυλίδι στο μεσαίο δάχτυλο που έχει πάνω σκαλισμένα τα αρχικά του. Τα παπούτσια του, ειδικά. Δηλαδή όταν τα βγάζεις δε… μυρίζουν αλλά πετάνε! Έχει κι έναν σταυρό, γαλάζιο, που τον αγαπάει υπερβολικά.

[…] Όμως αρκετά φλυαρήσαμε. Ας μεταφερθούμε στο σχολείο του Οδυσσέα και της Ήρας γιατί κάτι πολύ σημαντικό πρόκειται να συμβεί εκεί…

Ήταν πρωί και το σχολείο των «Αθέρων και των Κοινών» ετοιμαζόταν για μια εκδρομή στη φημισμένη… εικονική Βιβλιοθήκη της Αθήνας.

-Κανείς δεν πρέπει να λείψει από αυτή την εκδρομή! φώναζε στον καημένο το γραμματέα του ο κύριος Φρέτσελ, ο διευθυντής του σχολείου και τα φουσκωτά μάγουλά του είχαν κοκκινίσει!

– Όποιος απουσιάσει θα τιμωρηθεί αυστηρά! έλεγε και ξαναέλεγε κοιτάζοντας με ένα αυστηρό βλέμμα ανόητης υπερηφάνειας για την πλούσια αφεντιά του και την υποταγή των υπαλλήλων του.

Εκείνο λοιπόν το πρωινό τα παιδιά έφτασαν στο σχολείο και μαζί τους και οι δυο μικροί μας ήρωες, ο Οδυσσέας και η Ήρα.

Μπήκαν στο “Superfly” ιπτάμενο σχολικό, τη νεότερη εφεύρεση του Τυφών, αδερφού του Κάδμου, του καλόκαρδου παππού του Οδυσσέα, που για πρώτη φορά θα χρησιμοποιηθεί. Παράξενο, ε; Είναι σε αρκετά μεγάλη τάξη για να ξεκινήσει με ιπτάμενα αυτοκίνητα ο Οδυσσέας και οι συμμαθητές του. Ξέρετε τα μικρά παιδιά δεν ξεκινούν αμέσως με ιπτάμενα αυτοκίνητα γιατί είναι επικίνδυνο και μπορεί να φοβηθούν. Προτιμούν τα παλιά σχολικά της ασφάλτου.

Ο Οδυσσέας είχε ένα κακό προαίσθημα όλη τη μέρα και είχε παραξενευτεί από τη συμπεριφορά του παππού του, τις τελευταίες φορές που τον είχε δει. Σαν να ήξερε κάτι και το κρατούσε κρυφό για κάποιο λόγο, ενώ ήθελε να το πει. Μπορεί να είχε σχέση με τον κακό αδερφό του, τον Τυφών; Πίστευε πως θα το μάθαινε στη συνέχεια.

Μαζί του, ήταν και ένα κορίτσι, Ήρα την έλεγαν. Η συμπεριφορά της απέναντι στον Οδυσσέα, ήταν απερίγραπτη. Ενώ ο Οδυσσέας προσπαθούσε να είναι φίλος με όλους, η Ήρα δεν ήθελε να κάνει παρέα με «κοινούς» όπως εκείνος, γιατί πίστευε πώς ίσως την κορόιδευαν οι φίλες της και οι φίλοι της, οι «Αθέριοι», όπως εκείνη. Έτσι στο τέλος ο Οδυσσέας, σταμάτησε τις προσπάθειες για… γνωριμία με την Ήρα. Μπορεί αυτά τα δεδομένα να τους κρατάνε μακριά τον ένα από τον άλλο, μα σύντομα ένα περιστατικό θα τους κάνει να συνεργαστούν…

– Δεν το πιστεύω, αυτό! Επιτέλους είμαστε πλέον αρκετά μεγάλοι ώστε ο διευθυντής μας έδωσε την άδεια να πάμε μ’ αυτό το καταπληκτικό σχολικό! Εντυπωσιακό, χωρίς αμφιβολία. Σε λίγα λεπτά θα είμαστε στον αέρα. Ευτυχώς δεν υπάρχει κίνηση στον… εναέριο χώρο! ήταν τα λόγια του Οδυσσέα πριν μπουν.

-Εγώ διαφωνώ! δεν είναι πολυτελές…, είπε η Ήρα μέχρι που μίλησε μια φίλη της.

– Εσύ δεν μας έλεγες πως σου αρέσουν τα απλά πράγματα κι όχι τα πολυτελή; Μήπως… φοβάσαι;

– Ε, ναι…. όχι! Απλά, έχω ένα άσχημο προαίσθημα, απάντησε εκείνη

-Έλα τώρα, δεν πιστεύεις σ’ αυτά, έτσι; είπε η απρόσμενη φωνή του Διευθυντή που κάλεσε τα παιδιά να μπουν μέσα και η… ευχάριστη διαδρομή άρχισε. Όμως μετά από λίγο, καβγάδες ξέσπασαν ανάμεσα σε δυο παιδιά, την Ήρα και τον Οδυσσέα.

– Ανόητη, ποια νομίζεις ότι είσαι; φώναξε το αγόρι.

– Είμαι η Ήρα και είμαι πολύ περήφανη για τον εαυτό μου. Μάλιστα αναρωτιέμαι γιατί κάθομαι κάθε φορά μαζί σου…

– Εγώ, έχω την απάντηση, δεσποινίς, είπε ο δάσκαλός της. Σας βάζουμε μαζί γιατί είστε οι μόνοι που εδώ και τέσσερα χρόνια δεν τα βρίσκετε μεταξύ σας… είπε ο δάσκαλος θυμωμένα.

Τα παιδιά στενοχωρήθηκαν πολύ, ένιωθαν τόσο πολύ ντροπιασμένα. Ειδικά η Ήρα. Εκείνη ήταν μαθημένη στα «μπράβο» των δασκάλων της. Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι η Ήρα να συνέλθει και να σκεπάσει ένας νέος καβγάς την ντροπή της…

Μετά από αρκετή ώρα λογομαχιών, μια ανησυχία ξέσπασε. Το “Superfly” όπως ήταν γνωστό, δεν είχε κάποιον άνθρωπο για οδηγό, αλλά ένα… ρομπότ. Σ’ αυτό το ρομπότ λοιπόν υπήρχε το πρόβλημα…

– Τι θα κάνουμε; αναρωτιόντουσαν όλοι.

Οι δάσκαλοι προσπάθησαν να ηρεμήσουν τα παιδιά με φράσεις: «Έλα τώρα, μην κάνεις έτσι!», «Μη φοβάσαι, όλα θα πάνε καλά!» και άλλα τέτοια. Όμως στην Ήρα χρειάστηκαν λόγια πιο καθησυχαστικά: «Έλα, ηρέμησε δεν είναι τίποτα σοβαρό. Θα το φτιάξουμε…»

Όσο λοιπόν ηρεμούσαν την Ήρα το ρομπότ ήταν εντελώς διαλυμένο και το αυτοκίνητο κουνιόταν σαν τρελό ώσπου…

ΜΠΑΜ… είχαν τρακάρει και…

Το σχολικό είχε αναποδογυρίσει και φλόγες το είχαν καλύψει. Εντωμεταξύ, τα άλλα παιδιά, αναίσθητα, τραυματισμένα βογκούσαν, μα η Ήρα και ο Οδυσσέας και άλλα δυο ταλαιπωρημένα παιδιά κατάφεραν να διαφύγουν από τα, εντελώς σπασμένα, παράθυρα.

Ζητούσαν βοήθεια και είχαν αρχίσει να χάνουν κάθε ελπίδα. Διψούσαν πολύ και τα ευαίσθητα πνευμόνια τους είχαν γεμίσει καπνό. Η Ήρα έκλαιγε απεγνωσμένα, ενώ ο Οδυσσέας προσπαθούσε μάταια να την παρηγορήσει. Ποτέ δεν θα ξεχνούσαν αυτό το μοιραίο ατύχημα…

Δεν ήταν φίλοι, άλλωστε και οι χαρακτήρες τους ήταν διαφορετικοί, όμως μια συμπάθεια είχε αρχίσει να δημιουργείται μεταξύ τους… Ίσως καταλάβαιναν πως παρά τους τσακωμούς και τις αντίθετες σκέψεις τους, αναγκαστικά, έπρεπε πλέον να συμφιλιωθούν…

– Ήρα, είσαι καλά; ρώτησε ο Οδυσσέας.

– Όχι, νομίζω στραμπούλιξα τον αστράγαλό μου. Με πονάει τόσο πολύ! απάντησε η Ήρα με βογκητά πόνου.

– Μα οι άλλοι τι έπαθαν; ξαναρώτησε ο Οδυσσέας.

– Είναι λιπόθυμοι. Σήκω, είναι καλύτερα να φύγουμε από εδώ μέσα, είπε η Ήρα.

Έτσι σηκώθηκαν και βγήκαν έξω, αφού πρώτα πέρασαν από το μεγάλο διάδρομο του πούλμαν που ήταν γεμάτος με αναίσθητα κορμιά. Εκεί βρήκε η Ήρα την ευκαιρία να… «αρπάξει» μερικά πράγματα.

Μόλις βγήκαν έξω αντίκρισαν την απόλυτη ερημιά. Ξάπλωσαν για να ξεκουραστούν. Ο Οδυσσέας αναγνώρισε τους απεριποίητους δρόμους. Γνώρισε τα πεζοδρόμια με τα λιγοστά δέντρα χωρίς φύλλα και τις μπερδεμένες διακλαδώσεις. Σήκωσε την Ήρα που το ρόδινο και βελούδινο προσωπάκι της είχε γίνει κατάμαυρο από τη σκόνη και αφού τη βοήθησε να περπατήσει κρατώντας τη σιδερένια ηλεκτρική μπάρα που βρισκόταν δίπλα της, την κοίταξε λυπημένος. Είχε κοιμηθεί στον ώμο του…

Την πήρε αγκαλιά καθώς ήταν πιο μεγαλόσωμος και την οδήγησε σε ένα περίεργο δασάκι. Θυμήθηκε τον καλόκαρδο και ευγενικό παππού του που ζούσε εκεί χρόνια. Ήξερε πως με τέτοια καλοσύνη δεν θα είχε αντίρρηση να φιλοξενήσει εκεί μια φίλη του εγγονού του…

Μπήκαν μέσα στην ξύλινη καλύβα. Άδεια! Άφησε την Ήρα να κοιμάται στην καρέκλα από καρυδιά και άρχισε να αναζητά τον παππού Κάδμο για να του γνωρίσει την Ήρα και να του δώσει ακόμα μια μεγάλη αγκαλιά!

Όμως, ο Κάδμος, σαν όλους τους μεγάλους εφευρέτες, ήταν επίσης ένας… ακατάστατος γεράκος. Για πρώτη φορά είχε αφήσει το σπίτι του, είχε φύγει και όλα ήταν ταχτοποιημένα! Υπήρχαν κρασιά, άσπρα τραπεζομάντιλα, αυτόματο κόκκινο χαλί και στη μέση του μαρμάρινου σκαλιστού τραπεζιού ένα αλλόκοτο μηχάνημα: Ένα μικρό αυτοκινητάκι για μικροσκοπικούς ανθρώπους!

Δίπλα του ένας σμικρυντής που «κοιτούσε» το αυτοκίνητο. Ένα πράσινο, κόκκινο και μπλε κουμπί που συνέχεια άλλαζε χρώμα ένα φυσιολογικό κόλπο- έγραφε πάνω του στα Λατινικά:

Δυο σταυροί,

ένας ροζ κι ένας γαλάζιος,

αν μου τους δώσεις,

δε θα μετανιώσεις…

Πάτησε το κουμπί

και θα βρεθείς

σε μια αλλόκοτη ζωή…

Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει. Μετά από αυτή την αναπάντεχη εμπειρία τους ο Οδυσσέας αισθάνθηκε πως αυτό ήταν το πιο όμορφο ηλιοβασίλεμα. Από το παράθυρο φαινόταν μακριά η θάλασσα. Ήταν ήρεμη, μόνο μικρά «αρνάκια» δημιουργούσε ο καυτός αέρας.

Ο ήλιος ήταν κατακόκκινος. Οι ηλιαχτίδες του έλαμπαν σαν όμορφα καρφιά που έμπαιναν στη σάρκα της θάλασσας και της έδιναν διάφορα χρώματα. Έβγαζε ζεστές φλόγες που δυστυχώς θα ήταν οι τελευταίες για εκείνη την ημέρα.

Έφευγε. Σαν βιαστικός ταξιδιώτης που θα χάσει το τρένο. Μα, θα έρθει ένας άλλος: το φεγγάρι. Ο Οδυσσέας έβλεπε τα κύματα να σκάνε στην άμμο. άκουγε τον αέρα που βούιζε. ένιωθε την όμορφη ζεστασιά της φύσης.

Τα σύννεφα ήταν μοβ, κόκκινα, ροζ και όλα τους γλυκά και όμορφα. Σχημάτιζαν σχέδια και μπαίνοντας μπροστά απ’ τον ήλιο φλόγιζαν. Γύρω γύρω απ’ τη θάλασσα βουνά. Απ’ τα νεροφαγώματα λες και το ‘ξερε η φύση- είχε αφήσει μια μεγάλη τρύπα. Ίσα – ίσα να φαίνεται ο ήλιος. Πόσο όμορφα αισθανόταν ο Οδυσσέας βλέποντάς τα!

Σκοτείνιασε. Τι κρίμα! Κάτι τόσο όμορφο να κρατάει τόσο λίγο! Περίμενε ώσπου να βγει το φεγγάρι. Δεν έμοιαζε στον ήλιο, ήταν λιγότερο φωτεινό όμως είχε για συντροφιά του αμέτρητα λαμπερά αστέρια.

«Η φύση φτιάχνει εικόνες τόσο όμορφες» συλλογίστηκε ο Οδυσσέας, «κι εμείς με τα χρόνια τις χαλάμε! Έτσι ξεθωριάζουν οι… ζωγραφιές, μαζί τους κι εμείς…»

Η Ήρα ξύπνησε από το βαθύ ύπνο της για να βγάλει απλώς το ροζ σταυρό της που την ενοχλούσε. Το ίδιο έκανε και ο Οδυσσέας. Έβγαλε το γαλάζιο σταυρό του και κοιμήθηκε…